κηποκομία

κηποκομία
Βλ. λ. κήπος (κηποκομία).
* * *
η [κηποκόμος]
(γεωπ.) κλάδος τής γεωργίας που περιλαμβάνει την καλλιέργεια λουλουδιών, οπωροφόρων και λαχανικών με σκοπό το οικονομικό όφελος ή την ιδιωτική απόλαυση ή κατανάλωση, η κηπουρική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”